- ομόψυχος
- -η, -οαυτός που έχει την ίδια ψυχική διάθεση, την ίδια γνώμη. Ουσ. ομοψυχία, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁμόψυχος, ον) αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος αρχ. προικισμένος με την ίδια ψυχή. επίρρ... ομοψύχως και ομόψυχα (Α ὁμοψύχως) με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό ψυχος … Dictionary of Greek
ομοψυχώ — ὁμοψυχῶ, έω (Α) [ομόψυχος] είμαι ομόψυχος, έχω σύμπνοια με κάποιον … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοψυχία — η (Α ὁμοψυχία) [ομόψυχος] ομοθυμία, ομοφροσύνη, σύμπνοια, ομόνοια … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ԱՆՁՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0193 Chronological Sequence: 5c, 12c ա. ὀμόψυχος unanimis Համաշունչ. համակամ. մէկ սիրտ՝ մէկ հոգի. *Եղեաք միոյն՝ մի, որք Երրորդութեանն եմք կամակիցք եւ անձնակիցք. Առ որս. ՟Ժ՟Գ: *Հաւատացեալքն ընդ ամենայն աշխարհ անձնակիցք եւ եղբարք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՄԱՇՈՒՆՉ — (շնչի, ից, կամ ոյ, ոց.) NBH 2 0019 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c ա. ὀμόψυχος, ἱσόψυχος unanimis, concors, ejusdem animae, conjunctissimus. Որ ունի մի սիրտ կամ շունչ եւ հոգի ընդ այլում. համամիտ. համակամ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԱՇՈՒՆՉ — ( ) NBH 2 0271 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. ὀμόψυχος unanimis, concors. Ուր իցէ մի սիրտ եւ մի հոգի. համաշունչ. հոմաշունչ. միասիրտ. *Միաշունչ հրամայեմ լինել ամենեցուն: Միաբանութեամբ միաշունչ լինել: Միաշունչք՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)